ανθυφισταμαι

ανθυφισταμαι
    ἀνθυφίσταμαι
    ἀνθ-υφίσταμαι
    становиться на (чьё-л.) место, замещать
    

ἀνθυποστῆναι χορηγός Dem. — принять на себя обязанности хорега (вместо другого)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ανθυφισταμαι" в других словарях:

  • ανθυφίσταμαι — ἀνθυφίσταμαι (AM) μσν. αναλαμβάνω υποχρέωση αρχ. αναλαμβάνω τα βάρη μιας χορηγίας σε ανταγωνισμό με κάποιον άλλο …   Dictionary of Greek

  • ἀνθυπέστησαν — ἀνθυφίσταμαι undertake for aor ind act 3rd pl ἀνθυφίσταμαι undertake for aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθυφεστῶτα — ἀνθυφίσταμαι undertake for perf part act neut nom/voc/acc pl ἀνθυφίσταμαι undertake for perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθυποστῆναι — ἀνθυφίσταμαι undertake for aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθυπέστη — ἀνθυφίσταμαι undertake for aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθυφίστησιν — ἀνθυφίσταμαι undertake for pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»